Η ρουμάνικη προπαγάνδα

 

Η παρουσία των Ελλήνων στα εδάφη της σημερινής Ρουμανίας χρονολογείται από την αρχαιότητα. Οι Μιλήσιοι ήδη από τον 7ο αι. π.Χ. ίδρυσαν στις εκβολές του ποταμού Ίστρου (σημερινού Δούναβη), την πόλη Ίστρια, στην οποία έχουν βρεθεί ερείπια ναών του Δία, του Απόλλωνα, του Ερμή της Δήμητρας και άλλων Ελληνικών θεοτήτων. Οι Μιλήσιοι επίσης ίδρυσαν την πόλη Τόμις την σημερινή Κωστάντζα, όπου βρέθηκαν νομίσματα με μορφές αρχαίων θεών.

Τον 6ο π.Χ. αιώνα και πάλι οι Μιλήσιοι ίδρυσαν την πόλη Κάλλατις, σημερινή Μανγκάλια. Άλλες σημαντικές αποικίες ήταν η Αιγισσός (Τούλτσεα), και η Αξιούπολη (Τσερναβόντα), που μαζί με τις προηγούμενες αποτέλεσαν μια συμμαχία το «Κοινόν των Ελλήνων» με έδρα την Τόμις. Συνεχώς ελληνικά πλοία προσέγγιζαν τις παράκτιες πόλεις, και ως συνέπεια είχαμε εγκατάσταση Ελλήνων, η οποία μετά την άλωση της Κων/λης μεγάλωσε, όταν η Πύλη καθιέρωσε την τοποθέτηση Ελλήνων Φαναριωτών ως ηγεμόνων στη Μολδοβλαχία. Η οποία απολάμβανε καθεστώς ημιανεξαρτησίας απέναντι στο Οθωμανικό κράτος. Όπως αναφέρθηκε και στο προηγούμενο κεφάλαιο δηλαδή, Βλαχόφωνοι ανεβαίνουν από το νότο προς την Ρουμανία και όχι αντίθετα. Εκεί οφείλονται και οι ομοιότητες της βλάχικης γλώσσας με την γλώσσα των Ρουμάνων.
Ρουμάνων που ας μην το ξεχνάμε, ονομάστηκαν έτσι μόλις πριν 150 χρόνια θέλοντας να ισχυριστούν ότι το κράτος τους –το οποίο είναι η αρχαία Δακία- αποτελεί συνέχεια της Βυζαντινής, της Ανατολικής Ρωμαϊκής δηλαδή αυτοκρατορίας. Ο παλαιός όρος roman (του λατινόφωνου υπηκόου του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους δηλαδή), έγινε Roman και καθιερώθηκε ως εθνωνύμιο μόλις στα μέσα του 19ου αι. Έως τότε κάθε μεγάλη περιοχή τους έφερε το τοπικό όνομα, και οι εκεί κάτοικοι της το αντίστοιχο
Κάνοντας μία σύντομη ιστορική αναδρομή λοιπόν, βλέπουμε ότι αρχικά υπήρχαν οι δύο ηγεμονίες της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Υπήρχε πίεση προς τις τότε ηγεσίες τους από τους υπηκόους τους για να κινηθούν για την απελευθέρωση μεγάλων και γειτονικών περιοχών της Τρανσυλβανίας και της Βεσσαραβίας. Είναι ιστορικά καταγραμμένο ότι οι Ρουμάνοι είχαν βλέψεις στην περιοχή της Τρανσυλβανίας που ανήκε στην Αυστροουγγρική αυτοκρατορία και στην οποία ζούσαν πολλοί ομοεθνείς τους αλλά ήταν αδύνατη η προσάρτηση της. Επίσης η Ρουμανία αδικήθηκε γιατί παραχωρήθηκε στην Ρωσία η Βεσσαραβία που ήταν ιστορικά και εθνολογικά Ρουμάνικη, και στη θέση της πήρε την Δοβρουτσά που κατοικούσαν Βούλγαροι, Τούρκοι και Τάταροι.
Για να μην έχουν προβλήματα όμως με τις τότε υπερδυνάμεις Αυστρία και Ρωσία, επέλεξαν σαν διεκδικήσιμο στόχο τους Βλάχους της Ελλάδος, αφού η Ελλάς ήταν πιο εύκολος αντίπαλος γι αυτούς. Έτσι δημιούργησαν το ανύπαρκτο θέμα των "Ρουμάνων της Μακεδονίας" (όπως τους αποκαλούσαν) για αντιπερισπασμό. Επιπλέον οι Ρουμάνοι ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τους Βλάχους σαν ενέχυρο στις διαπραγματεύσεις τους με τους Βούλγαρους έτσι ώστε να εξασφαλίσουν ευνοϊκότερη ρύθμιση των συνόρων των δύο κρατών στην αμφισβητούμενη περιοχή της Δοβρουτσάς. Επιθυμούσαν να μεταφέρουν τις απαιτήσεις τους για τους Βλάχους στην Βουλγαρία σε ανταλλαγή για τους Βούλγαρους που ζητούσαν δικαιώματα σε αυτή την περιοχή. Οι δυνάμεις της εποχής υποδαύλιζαν τη δημιουργία του θέματος των "Ρουμάνων της Μακεδονίας" για ιδία οφέλη: Η Αυστρία για να γλιτώσει από τις πιέσεις των πολυάριθμων ρουμανικών πληθυσμών της Τρανσυλβανίας, οι Βούλγαροι για να κερδίσουν μεγαλύτερο κομμάτι στην πίτα της Μακεδονίας, οι Ρώσοι γιατί υποστήριζαν τον πανσλαβισμό, οι Τούρκοι γιατί είχαν αρχή τους το διαίρει και βασίλευε.

Το 1853 δύο μορφωμένοι Ρουμάνοι ο Ιωάννης-Ηλιάδης- Ραντουλέσκου και ο Δημήτριος Μπολιντεάνου επισκέπτονται δήθεν τυχαία την περιοχή της Αχρίδας και της Πίνδου, όπου δέχονται μεγάλη περιποίηση από τον Ρεσέτ –Πασά κατόπιν εντολής της Υψηλής Πύλης «να τους βοηθήσει με όλες του τις δυνάμεις». Επιστρέφοντας στην Ρουμανία λένε ότι ανακάλυψαν τους χαμένους για 1.500 χρόνια αδελφούς τους, οι οποίοι απλώνονται ως την Πελοπόννησο!!! Ο Ραντουλέσκου εκδίδει στα Γαλλικά το βιβλίο «Το όνειρο ενός απόκληρου» (Reve d’ un Proscrit), στο οποίο περιορίζει τους Έλληνες στο ακρωτήριο Ταίναρο, και απευθύνει θερμό χαιρετισμό στους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης τους οποίους αποκαλεί «Ρουμάνους της Μακεδονίας», οι οποίοι είναι στην μεγάλη τους πλειοψηφία Βλάχοι.
Η τότε υπό σύσταση Ρουμανία ήταν ένα έθνος σχηματιζόμενο, χωρίς παράδοση και χωρίς ιστορία, το οποίο έψαχνε ένα σημείο αναφοράς και στο οποίο κυριαρχούσε άκρατος και άκριτος εθνικισμός, και τα κηρύγματα των Ραντουλέσκου και Μπολιντεάνου έπιασαν τόπο. Η Ρουμανία ιδρύθηκε το 1859 όταν με απόφαση των συνελεύσεων Βλαχίας και Μολδαβίας κηρύχθηκε η ένωσή των δύο αυτών ηγεμονιών. Από το 1860 μέχρι και το 1913 (και οριστικά με το τέλος του 2ου παγκόσμιου πόλεμου) η Ρουμανία οργάνωσε συστηματική και πολυδάπανη προπαγάνδα για προσηλυτισμό των Βλάχων.
Προγραμμάτισε και ενίσχυσε τη συγγραφή πλήθους κειμένων με θέμα την προέλευση των Βλάχων από τη Δακία ώστε να δίνεται η εντύπωση ύπαρξης αλύτρωτων Ρουμάνων. Με σχετικό νόμο το 1860 ρυθμίστηκε το σύστημα εγγραματισμού και προκρίθηκε το ετυμολογικό και όχι το φωνητικό, για σαφείς ιδεολογικούς λόγους (λατινικότητα έναντι σλαβικής κληρονομιάς), από το νεοϊδρυθέν ρουμανικό κράτος.
Το 1860 επίσης ιδρύεται το Μακεδονορουμανικό Kομιτάτο το οποίο πρεσβεύει την δημιουργία Ρουμάνικου κράτους το οποίο θα περιλαμβάνει την Μακεδονία, την Θεσσαλία, την Ήπειρο και την Αλβανία. Αμέσως η Ρουμανική κυβέρνηση προχωρά στην κατάσχεση της τεράστιας ακίνητης περιουσίας της Ελληνικής Εκκλησίας στην Ρουμανία, χωρίς να αναγνωρίσει ποτέ υποχρέωση αποζημίωσης. Την ίδια τακτική ακολούθησε 30 χρόνια, μετά και με τα απαλλοτριωθέντα κτήματα των Ευάγγελου και Κων/νου Ζάππα, εξασφαλίζοντας έτσι πλούσιους πόρους για την προπαγάνδα τους.
Και φθάνουμε στο 1862 όπου εμφανίζεται στο προσκήνιο ο Απόστολος Μαργαρίτης. Ο γεννημένος στις 5/8/1832 στην Βλάστη Κοζάνης, δάσκαλος Απ. Μαργαρίτης, μεγάλωσε στην Αβδέλλα, δίδαξε στα σχολεία του Κορησσού, της Καστοριάς και της Κλεισούρας, πήγε στο Βουκουρέστι και κατόρθωσε να εμπνεύσει και να παρασύρει τον χωρίς ιστορικές αναφορές ρουμανικό λαό.
Εφοδιασμένος με πλούσια οικονομικά μέσα επιστρέφει στην Κλεισούρα και λειτουργεί εκεί το πρώτο ρουμανικό σχολείο. Το γεγονός αυτό προκαλεί θύελλα ενθουσιασμού στην Ρουμανία, και αντιδράσεων στην Ελλάδα. Το 1864 ο ίδιος ο Πατριάρχης με επιστολή του ζητά από τους κατοίκους της Κλεισούρας να κλείσουν το σχολείο και να διώξουν τον Μαργαρίτη. Επειδή όμως είχε δημιουργήσει κύκλο ευνοουμένων, αυτοί αντέδρασαν στην έκκληση του Πατριάρχη. Με υποκίνηση του Πατριαρχείου παρεμβαίνουν οι Τούρκοι κλείνουν το σχολείο, συλλαμβάνουν τον Μαργαρίτη και τον στέλνουν στην Κων/πολη. Το 1867 ο Μαργαρίτης επιστρέφει στην Κλεισούρα εφοδιασμένος με άδεια των Τούρκων πλέον, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει «ιδιωτικό σχολείο εντός της οικίας του». Τον ίδιο χρόνο η κοινότητα Αβδέλλας στην Ανατολική Πίνδο τον καλεί να λειτουργήσει κι εκεί ρουμανικό σχολείο. Πλέον τα πράγματα εξελίσσονται ραγδαία. Ο Μαργαρίτης το 1877 διορίζεται «γενικός διευθυντής των ρουμανικών σχολείων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Το 1880 λειτουργούσαν 24 ρουμανικά σχολεία ημιγυμνάσιο στο Κρούσοβο και γυμνάσιο στο Μοναστήρι. Το 1892 οι Ρουμάνοι μετά από άδεια του Σουλτάνου αποφάσισαν να ιδρύσουν δύο επισκοπές στα Γιάννενα και στο Μοναστήρι. Τον ίδιο χρόνο οι διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας – Ρουμανίας διακόπτονται εξ ‘αιτίας των κτημάτων Ζάππα. Το 1896 αποκαθίστανται μέχρι και το 1905 οπότε και διακόπτονται ξανά. Το 1899 προστέθηκαν Γυμνάσια στα Γιάννενα και τα Γρεβενά, και Εμπορική Σχολή στην Θεσσαλονίκη. Τον ίδιο χρόνο τα σχολεία έφθασαν τα 90. Κάθε οικογένεια που έστελνε μαθητή σε ρουμανικό σχολείο επιδοτούνταν μηνιαίως με μία χρυσή λίρα Τουρκίας, ποσό ικανό να εξασφαλίσει τα απαραίτητα σε μία αγροτική οικογένεια. Επίσης είχαν δωρεάν ρουχισμό και περίθαλψη. Βέβαια στην πραγματικότητα πολλοί γονείς έστελναν τα παιδιά τους είτε για το επίδομα μόνο, είτε για να εξασφαλίσουν καλές σχέσεις πριν την απελευθέρωση του 1912-1913 και με αυτή την πλευρά. Οι Ρουμάνοι έφθασαν στο σημείο να εξαγοράσουν και τις επιστημονικές υπηρεσίες του Γερμανού καθηγητή Weigand για να ενισχύσουν την θεωρία τους. Η επίμονη αυτή προβολή της επίπλαστης επιστημονικής επιχειρηματολογίας πείθει τους Τούρκους, και στις 22-5-1905 ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ με τον περίφημο «ιραδέ» υποκύπτει στις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και αναγνωρίζει Ρουμανική εθνότητα στην Μακεδονία, Θεσσαλία & Ήπειρο. Έτσι φθάνουμε στον Σεπτέμβριο του 1905 οπότε και διακόπτονται οι διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας – Ρουμανίας και τίθεται υπό διωγμόν η ακμάζουσα στην Ρουμανία Ελληνική παροικία. Μέχρι το 1911 τα γεγονότα ήταν επώδυνα και περιελάμβαναν απελάσεις Ελλήνων, κλείσιμο σχολείων, κατάσχεση περιουσιών κτλ.

Και φθάνουμε στο 1913 με τον Ελευθ. Βενιζέλο στην εξουσία ο οποίος αναζητώντας στηρίγματα και συμμάχους για την πολιτική του αποφάσισε να δώσει και επίσημα στην Ρουμανία αυτά που είχε κερδίσει ντε φάκτο, για να εξασφαλίσει την υποστήριξή της σε άλλα σημαντικά εθνικά θέματα. Συγκεκριμένα προσπαθώντας να κερδίσει την ευμένεια της Ρουμανίας μια και η Ελλάδα αντιμετώπιζε σοβαρές πιέσεις στο θέμα της προσάρτησης της Ηπείρου και στο Κρητικό θέμα, και επιπλέον χρειάζονταν τη συμμετοχή της Ρουμανίας στη συμμαχία που είχε συνάψει με τη Σερβία εναντίον της Βουλγαρίας, αναγνώρισε ρουμάνικη μειονότητα στην Ελλάδα και της παραχώρησε ιδιαίτερα σχολικά και εκκλησιαστικά προνόμια. Συγκεκριμένα στις 15/5/1913 ο Έλληνας πρέσβης στο Βουκουρέστι ανακοινώνει ότι σε αντάλλαγμα της συμμαχίας των δύο χωρών επιτρέπεται η χρήση της γλώσσας τους και παραχωρείται σε αυτούς «πλήρη ελευθερία» στα σχολεία και τις εκκλησίες των κουτσόβλαχων της Μακεδονίας. Έτσι στις 18/7/1913 υπογράφεται η Συνθήκη του Βουκουρεστίου κατά την οποία η Βουλγαρία έχανε το μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας που το έπαιρναν η Ελλάδα και η Σερβία, και την Ανδριανούπολη και τις Σαράντα Εκκλησιές που έπαιρνε η Τουρκία. Η Βουλγαρία αντέδρασε στην παραχώρηση της Καβάλας στην Ελλάδα και η Ρουμανία απείλησε πως θα κυρίευε τη Σόφια. Έτσι η Ελλάδα κέρδισε την Ανατολική Μακεδονία και σαν σύνορο με την Ρουμανία ορίστηκε ο ποταμός Νέστος.

Ιδού ένα απόσπασμα της επιστολής του Βενιζέλου προς τον Ρουμάνο ομόλογο του Μαγιορέσκο:
«…Η Ελλάς συγκατατίθεται να παράσχη αυτονομίαν εις τας των κουτσοβλάχων σχολάς και εκκλησίας τας ευρισκομένας εν ταις μελλούσαις ελληνικές κτήσεσι και να επιτρέψη την σύστασιν επισκοπής διά τους κουτσοβλάχους τούτους, της Ρουμανικής Κυβερνήσεως δυναμένης να επιχορηγη υπό την επίβλεψην της Ελληνικής κυβερνήσεως τα ειρημένα ενεστώτα ή μέλλοντα θρησκευτικά και εκπαιδευτικά καθιδρύματα».

Τα παραπάνω προνόμια δεν ωφέλησαν τελικά ιδιαίτερα τη Ρουμανία, μια και η μεγάλη πλειοψηφία των Ελληνόβλαχων ενσωματώθηκε στο νέο ελληνικό κράτος, οι δε ρουμάνικες κοινότητες τοποθετήθηκαν στο περιθώριο της κοινωνίας των Ελλήνων και έσβησαν με τον καιρό από φυσικό θάνατο και μαρασμό.
Έτσι πλέον τελειώνει η πρώτη περίοδος του λεγόμενου κουτσοβλαχικού ζητήματος και αρχίζει η δεύτερη η οποία διαρκεί έως το 1944. Στο μεσοδιάστημα αυτό οι Ρουμάνοι και οι ρουμανίζοντες Ελληνόβλαχοι συνεχίζουν την προπαγάνδα τους ανενόχλητοι και νόμιμα. Πλέον επικεντρώνονται σε περιφερειακά κέντρα όπως τα Γρεβενά, η Βέροια και η Λάρισσα.
Αυτή την περίοδο εμφανίζεται και ο αυτοαποκαλούμενος εκπρόσωπος των Βλάχων της Νότιας Βαλκανικής Αλκιβιάδης Διαμάντης με καταγωγή από την Σαμαρίνα. Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο και υπηρέτησε στον στρατό, εγκαταστάθηκε στη Ρουμανία απ’ όπου επέστρεψε το 1917 και πρωτοστάτησε στη δημιουργία της Ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Πίνδου η οποία είχε διάρκεια μία ημέρα. Μετά την αποτυχία διέφυγε στην Αλβανία όπου και συνεργάστηκε με Ιταλούς αξιωματικούς. Τον συναντάμε πάλι το 1930 στην Αθήνα ως αντιπρόσωπο των ρουμάνικων πετρελαίων στην Ελλάδα. Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου συνενώνεται με τα στρατεύματα του εχθρού και φέρει το παράσημο του «Ταξιάρχου του Ιταλικού Στέμματος», και τον αποκαλούν Κομεντατόρε.

Στον πόλεμο του ’40 η συμμετοχή των Βλάχων τόσο στην 8η Μεραρχία όσο και στα Συντάγματα Κοζάνης και Τρικάλων ήταν ηρωική όπως και των άλλων Ελλήνων. Όχι όμως και των Ρουμανιζόντων, κάποιοι εκ των οποίων κατηγορήθηκαν για κατασκοπεία υπέρ των Ιταλών. Μετά την πλήρη κατάληψη της χώρας εκδηλώνεται έντονη δραστηριότητα των Ρουμανιζόντων στα βλαχοχώρια με επίκεντρο την Λάρισα.
Η προπαγάνδα τους στηριζόταν στους παρακάτω άξονες:
1. Οι Βλάχοι ως Λατινογενής λαός συνδέονται άρρηκτα με τους Ιταλούς, άρα ανήκουν στους νικητές, δηλαδή στις δυνάμεις του Άξονα.
2. Ήρθε η ώρα να διορθωθούν οι αδικίες σε βάρος των Βλάχων και να σταματήσει και η καταπίεση από το ελληνικό κράτος.
3. Κινείται άμεσα η διαδικασία δημιουργίας ανεξάρτητου Βλάχικου κράτους (¨Πριγκιπάτο της Ηπείρου¨) που θα περιλαμβάνει την Δυτ. Μακεδονία, την Ήπειρο και την Θεσσαλία μέχρι τον Δομοκό. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκε στην Λάρισσα με επικεφαλής τους Αλκ. Διαμάντη, Νικ. Ματούση και Βασ. Ραπουτίκα η 5η Ρωμαϊκή Λεγεώνα. Το 1941 ο Διαμάντης συναντάται με τον κατοχικό πρωθυπουργό τον (Βλάχο) Γεώργιο Τσολάκογλου και του θέτει τελείως παράλογα αιτήματα όπως το να διορίζονται όλοι οι νομάρχες και οι δήμαρχοι από κοινού με τον Διαμάντη, στις περιοχές αυτές να λειτουργούν μόνο βλάχικα (ρουμάνικα) σχολεία κλπ. Εν τω μεταξύ η δράση της Λεγεώνας με απειλές, εκβιασμούς, ξυλοδαρμούς και λεηλασίες στην Θεσσαλία και κύρια στις επαρχίες Τυρνάβου, Ελασσόνας, Αλμυρού και Βελεστίνου ήταν εξοντωτική για το σύνολο του πληθυσμού.
Στις 6 Ιανουαρίου 1942 με πρωτοβουλία του Ευάγγελου Αβέρωφ και των Νικ. Ράπτη, Δημ. Χατζηπύρου, Γ. Ρούσα, Χαρ. Τζήμα, Κίκα, Κατσιλέρου, Τάρη και άλλων, γίνεται μία δήλωση στην οποία τονίζεται η ελληνικότητα των Βλάχων και η οποία σηματοδοτεί την έναρξη της αντίστασης. Πέντε από τους παραπάνω μεταξύ τους και ο Αβέρωφ, συλλαμβάνονται και στέλνονται στην Ιταλία. Στις αρχές Ιουνίου ο Διαμάντης καλείται κατεπειγόντως και πηγαίνει στο Βουκουρέστι απ’ όπου δεν επέστρεψε ποτέ. Ούτε νεκρός. Οι Ρουμάνικες αρχές υποψιάστηκαν ότι ο Διαμάντης κατηύθυνε την όλη του προσπάθεια προς την Ιταλία, και όχι προς αυτούς, κάτι που δεν θα τους ευνοούσε να κυριαρχήσουν μόνοι τους στα Βαλκάνια. Γι αυτό λοιπόν αφαίρεσαν κάθε αξίωμα από το άλλοτε πειθήνιο όργανο τους. Ο Νικ. Ματούσης πηγαίνει στην Αθήνα και από κει στο Βουκουρέστι όπου λίγο αργότερα κλείνεται στη φυλακή στο νησί του Διαβόλου στον Δούναβη. Ξαφνικά το 1964 ο Ματούσης εκδίδεται στην Ελλάδα και «κηρύσσεται αθώος των αποδιδομένων αυτώ πράξεων». Το 1976 νέο δικαστήριο τον αποκαθιστά πλήρως και παίρνει πίσω τα πολιτικά του δικαιώματα. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι η ανάμειξή του στα γεγονότα του 1941-42 έγινε για εθνικό σκοπό μετά από εντολή του Ιωάννη Ράλλη, ώστε να πειστούν οι Ρουμάνοι να ασκήσουν πίεση στους Γερμανούς, ώστε να μην επιτραπεί η κάθοδος των Βουλγάρων την Θεσσαλονίκη. Η ιστορία δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμη την αλήθεια γύρω από αυτή την σκοτεινή και περίεργη υπόθεση. Ο Βασ. Ραπουτίκας συνελήφθη από αντάρτες της αντίστασης και αφού διαποπέμφθηκε σε πολλά χωριά, εκτελέστηκε.

Η νέα κίνηση που εδώ και λίγο χρονικό διάστημα έχει ξεκινήσει από βλάχους της Κωστάντζας και του Βουκουρεστίου (βλέπε περιοδικά ¨Μπάνα Αρμανεάσκα¨ και ¨Φάρα Αρμανεάσκα¨) συγκροτείται από απόγονους των βλάχων που μετανάστευσαν οικειοθελώς στην Ρουμανία την δεκαετία του 1930 (περιοχή Καντριλατέρ). Αυτοί μαζί με την Λίγκα των Σκοπίων διεκδικούν τον χαρακτηρισμό των Βλάχων ως διαβαλκανικής εθνικής μειονότητας. Ιδεολογικό μανιφέστο τους η αφοριστική ¨Ντιμαντάρεα Παριντεάσκα¨ της παλιάς Ρουμανικής προπαγάνδας, και ο ¨Δωδεκάλογος¨ της Ματίλδας Καράτζιου-Μαριοτσεάνου. Σύγχυση, άγνοια, τυχοδιωκτισμός, πολιτικές σκοπιμότητες, ίσως όλα αυτά & ακόμη περισσότερα μαζί.
Επίσης να αναφέρουμε της κινήσεις ορισμένων μη κυβερνητικών οργανώσεων που επιδοτούνται από ιδρύματα του εξωτερικού οι οποίες προσπαθούν με κάθε μέσο να θέσουν θέμα Βλάχων στην Ελλάδα με ευρύτερους σκοπούς για την περιοχή. Ενδεικτικά αναφέρω εδώ την απόφαση της FUEN (Federal Union of European Nationalities) στις 7 Μαΐου 2005 στο Βουκουρέστι που καλεί Ελλάδα και Αλβανία να παράσχουν εδαφική και διοικητική αυτονομία στους Βλάχους των χωρών τους!!! (http://www.fuen.org/pdfs/20050815DOKU_BUCHAREST.pdf). Και άλλες παρόμοιες κινήσεις άλλων φορέων, που πρέπει να προσέχουμε και οι Σύλλογοι Βλάχων, και η επίσημη πολιτεία.

Η σταθερή διακήρυξη από μέρους των Ελλήνων Βλάχων, της ελληνικής εθνικής μας συνείδησης τους χαλάει τα σχέδια. Οι Βλάχοι όπως έγινε και στο παρελθόν σε αυτές τις ενέργειες, θα υψώσουν την φωνή τους και θα χαλάσουν τα σχέδια αυτών των νοσηρών εγκεφάλων.