Ο αρβανιτοβλάχικος γάμος

 

Η Βλάχικη οικογένεια ήταν καθαρά πατριαρχική, και ο πατέρας ήταν αυτός που ρύθμιζε την τύχη των παιδιών του. Ένα άλλο γνωστό χαρακτηριστικό είναι η ενδογαμία που έως την δεκαετία του 1950 περίπου, ήταν σχεδόν απαράβατος κανόνας στους γάμους.
Βασική προϋπόθεση για την εκλογή της νύφης ήταν η ομορφιά της (τζουνάρα βιάστα), καθώς επίσης και το ποιόν της οικογένειας, αλλά και η προίκα που διέθετε η νύφη. Είναι γνωστή η έκφραση που λένε οι Βλάχοι: «Πάρε σκύλα από κοπάδι και γυναίκα από τζάκι». Με αυτές τις προϋποθέσεις άρχιζε το προξενιό. Οι Βλάχοι τους προξενητές τους αποκαλούσαν ¨Σεβαστάδες¨. Οι ¨Σεβαστάδες¨ ήταν έντιμοι αλλά και προικισμένοι με διπλωματικές ικανότητες άνθρωποι και συνεπώς έμπιστοι.

Ο προξενητής μετέφερε την πρόταση για τον γάμο στο σπίτι της νέας με απόλυτη εχεμύθεια. Έτσι με τους ¨Σεβαστάδες¨ άρχιζαν οι διαπραγματεύσεις. Αν μετά το προξενιό η εξέλιξη ήταν θετική γινόταν επίσημα τα ¨Σεβάσματα¨ με όργανα, φαγοπότι και χορό. Το γλέντι του αρραβώνα ονομαζόταν στα Βλαχοχώρια «Μπιάρια» από το ρήμα μπιάου=πίνω, ενώ το ουσιαστικό «μπιάρια» σημαίνει «το να πίνει κάποιος».
Ο αρραβώνας πραγματοποιούνταν το πρώτο Σάββατο βράδυ μετά την συμφωνία. Στον αρραβώνα επίσης παρατηρείται και το φαινόμενο της ανταλλαγής δώρων ανάμεσα στις δύο οικογένειες.
Δεν θα επεκταθούμε όμως περισσότερο στα έθιμα του αρραβώνα γιατί εδώ μας ενδιαφέρει περισσότερο η διαδικασία του γάμου.

To έθιμο του Βλάχικου Γάμου διατηρήθηκε με την μορφή που θα περιγράψουμε έως την δεκαετία του 1940 περίπου. Διαρκούσε 4 ημέρες από την Τετάρτη έως την Κυριακή. Να αναφέρουμε εδώ ότι η πρόσκληση στον γάμο γινόταν με  τσίπουρο και καραμέλες από μία ομάδα παιδιών που γύριζαν το χωριό.                                

 

Τετάρτη: Το απόγευμα της Τετάρτης στο κονάκι του γαμπρού μαζεύονταν όλα τα κορίτσια και οι γυναίκες από το σόι στην αυλή.
Η μητέρα του γαμπρού έστρωνε στη μέση της αυλής 3 υφαντά στρωσίδια και στη συνέχεια πάνω σε αυτά έριχνε ένα σωρό από σιτάρι ανακατεμένο με καραμέλες και σταφίδες. Σε μια άκρη είχε ταψιά μπακιρένια και αφού τα γέμιζε με σιτάρι τα έδινε στις γυναίκες για να ξεχωρίσουν το σιτάρι από τις καραμέλες και τις σταφίδες.
Αφού καθάριζαν το σιτάρι το έβαζαν μέσα σε ένα άσπρο υφασμάτινο σακούλι και αυτό με τη σειρά του το έβαζαν σε ένα υφαντό σακί. Τοποθετούσαν στη μέση ένα μεγάλο κούτσουρο πάνω στο οποίο τοποθετούσαν το σακί με το σιτάρι.
Όλα ήταν πλέον έτοιμα για να ξεκινήσει το κοπάνισμα του σιταριού. Το κοπάνισμα (με τον κόπανο που έπλεναν τα ρούχα) ξεκινούσαν τρία αγόρια (για να είναι αρσενικό το πρώτο παιδί του ζευγαριού), αφού πρώτα εύχονταν να ζήσει το ζευγάρι, ενώ οι γυναίκες ολόγυρα τραγουδούσαν πολυφωνικά τραγούδια.
Έπειτα όλες οι γυναίκες ανά δύο κοπάνιζαν το σιτάρι έως ότου να ασπρίσει και να ξεφλουδιστεί. Ενδιάμεσα έριχναν στο σακί νερό με το γκιούμι για να μαλακώσει το σιτάρι.
Όταν το σιτάρι ήταν έτοιμο το έπλεναν καλά και το τοποθετούσαν σε μπακιρένιο καζάνι για να το μαγειρέψουν την επόμενη μέρα.
Οι άντρες την ημέρα αυτή και στα δύο κονάκια κατασκεύαζαν ξύλινο αυτοσχέδιο στέγαστρο σχήματος θολωτής γαλαρίας (κουτάρου) και αυτό θα ήταν το μέρος που θα κάθονταν οι καλεσμένοι του γάμου και θα γίνονταν το γλέντι.


Πέμπτη: Η πρώτη δουλειά των γυναικών αυτή την ημέρα ήταν να μαζέψουν ξύλα για να μαγειρέψουν τα φαγητά του γάμου και για να ζυμώσουν το ψωμί που θα χρησιμοποιούνταν στον γάμο το λεγόμενο «φτάσμα» που αποτελούνταν από αλεύρι, ρεβύθια, βασιλικό και βάγια. Οι συγγενείς του γαμπρού και της νύφης δεν έπρεπε να βρεθούν μεταξύ τους. Αν συναντιόταν δεν μιλούσαν και άλλαζαν δρόμο.
Επίσης την ίδια  ημέρα πήγαινε μία ομάδα από γυναίκες στο βουνό να κάνει το φλάμπουρο (ή τα φλάμπουρα) του γάμου. Τα φλάμπουρα αυτά, μετά τον γάμο έμεναν στην σκεπή της καλύβας επί  40 ημέρες.

Παρασκευή: Την Παρασκευή και στα δύο κονάκια οι γυναίκες έψηναν τις κουλούρες και το ψωμί του γάμου (το φτάσμα), και οι άντρες ετοίμαζαν τα κρέατα και το κρασί το οποίο ήταν σε τουλούμια που τα κουβαλούσαν συνήθως με άσπρο άλογο. Επίσης πραγματοποιούνταν και η έκθεση των προικιών της νύφης.

Σάββατο: Από το πρωί οι συγγενείς έφερναν τα δώρα που συνήθως ήταν αιγοπρόβατα και οικιακά σκεύη κύρια μπακιρένια. Όταν βράδιαζε άρχιζε το γλέντι στο σπίτι της νύφης το οποίο -γλέντι- γινόταν εντελώς χωριστά από το σόι του γαμπρού. Όποιοι συγγενείς του γαμπρού τολμούσαν να πάνε μουτζουρώνονταν από τους συγγενείς της νύφης. Η νύφη το Σάββατο βράδυ το περνούσε παρέα με τα ανύπαντρα κορίτσια του τσελιγκάτου, ενώ αργά τη νύχτα στολισμένη και φορώντας το δεύτερο φουστάνι – όπως το ονόμαζαν – έβγαινε από την καλύβα για να χορέψει στην αυλή με τους συγγενείς της συνοδευμένη από το νουνό της. Πρώτα χόρευε ο νουνός της και στη συνέχεια η νύφη, χόρευαν χορούς που ακούγονται ακόμη και σήμερα σε γάμους όπως π.χ. το τραγούδι «φίλοι μου και αν με ρωτάτε ποιος τον κάνει αυτόν τον γάμο…..».

 

Κυριακή : Την Κυριακή κατά τις 10 το πρωί έρχονταν οι συγγενείς του γαμπρού και όλοι μαζί πήγαιναν να πάρουν τον κουμπάρο. Μπροστά πήγαιναν τα μπρατίμια (φουρτάτσι – φίλοι του γαμπρού), με το φλάμπουρο  τραγουδώντας και πίσω ο γαμπρός.
Όταν έφταναν στο σπίτι του κουμπάρου η κουμπάρα τους πρόσφερε τσίπουρο ή κρασί και όλοι μαζί τραγουδούσαν : 

 «Κέρνα νουνέ την τάβλα σου, για κέρνα μας γλυκό κρασί.
Για κέρνα μας γλυκό κρασί να σ’ ευχηθούμε όλοι μαζί.
Να σ’ ευχηθούμε όλοι μαζί, να ζουν τα’ αναδεχτούρια σου».


Στη συνέχεια επέστρεφαν στο σπίτι του γαμπρού τραγουδώντας, και πλέον γενικός εντολοδότης ήταν ο κουμπάρος.
Τώρα σειρά είχε το ξύρισμα του γαμπρού. Κάθονταν σε ένα κάθισμα και μπροστά του είχε ένα ταψί μέσα στο οποίο πατούσε τα πόδια του. Όταν τελείωνε το ξύρισμα πρώτη η μάνα του ακουμπούσε γύρω γύρω από το κεφάλι του ένα κέρμα το οποίο μετά έριχνε μέσα στο ταψί αφού πρώτα τον φιλούσε και του εύχονταν να ζήσει. Το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι συγγενείς. Τα χρήματα αυτά έπαιρνε ο κουρέας. Την ώρα του ξυρίσματος τραγουδιόνταν Βλάχικα τραγούδια καθώς επίσης και το τραγούδι:

 

«Σήμερα νιος ξουρίζεται, σήμερα μπαρμπερίζεται. Γαμπρέ μ σου πρεπ’  το ξούρισμα με γεια σου με χαρά σου. Παίρνει γυαλί γυαλίζεται το χτένι και χτενίζεται».


Εν τω μεταξύ στην καλύβα της νύφης είχε ξεκινήσει το στόλισμα της από τις φιλενάδες της τραγουδώντας το «Ντύσου στολίσου νύφη μας».

Στη συνέχεια ενώ ο γαμπρός ντύνονταν τα μπρατίμια και τα όργανα έφευγαν για την καλύβα της νύφης προκειμένου να πάρουν τα προικιά. Στην διαδρομή τα μπρατίμια κερνούσαν τσίπουρο όποιον έβρισκαν και τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια του γάμου.

Φθάνοντας στην νύφη, γίνονται τα κεράσματα και διαπραγματεύονταν τα προικιά με τις βλάμισσες οι οποίες δεν τα έδιναν χωρίς να πάρουν κάποιο συμβολικό ποσό. Οι μπράτιμοι προσπαθούσαν να τα αρπάξουν και γίνονταν το σχετικό παζάρεμα. Τελικά πλήρωναν και τα έπαιρναν.  Η νύφη έσερνε τον χορό και στη συνέχεια φόρτωναν τα προικιά στα άλογα και έφευγαν για την καλύβα του γαμπρού. Φθάνοντας εκεί λένε ότι πλήρωσαν πολλά λεφτά για τα προικιά και ο γαμπρός αναγκάζεται να δώσει περισσότερα χρήματα.
Ήδη η ώρα της στέψης είχε φθάσει. Όλοι  μαζί ξεκινούσαν να πάρουν την νύφη. Πριν φύγουν από το σπίτι του γαμπρού έσφαζαν ένα αρνί πάνω από το οποίο πέρναγε ο γαμπρός, το οποίο μάλιστα έπρεπε να έχει φαγωθεί πριν γυρίσει ο γαμπρός από την εκκλησία, γιατί αλλιώς ήταν κακός οιωνός.
Μπροστά πήγαιναν τα όργανα, πίσω το φλάμπουρο, ακολουθούσε ο γαμπρός, τα μπρατίμια κρατώντας τσίπουρο, τον δίσκο με την κουλούρα, τα παπούτσια της νύφης και το ασημοζούναρο που ήταν δώρο του γαμπρού. Αυτό ήταν ένα ζωνάρι κεντημένο με ασημένια κλωστή και μεγάλη τέχνη. Πίσω ακολουθούσαν οι υπόλοιποι συγγενείς. Η μάνα του γαμπρού έμενε  στο σπίτι για να υποδεχτεί την νύφη μετά τη στέψη.

«Νύφη πάμε να πάρουμε μωρέ παιδιά, και αν δεν μας την δώσουνε μωρέ παιδιά, πόλεμο θα στήσουμε μωρέ παιδιά» ήταν το τραγούδι που ακούγονταν.


Όταν έφταναν στην καλύβα της νύφης οι γονείς και οι συγγενείς της καλωσόριζαν τους συμπεθέρους και τον γαμπρό. Αντάλλασσαν τις κουλούρες και όλοι τρώνε λουκούμι και τσίπουρο. Συγχρόνως οι μπράτιμοι προσπαθούσαν να φορέσουν τα παπούτσια στη νύφη η οποία όμως δυσανασχετούσε λέγοντας ότι δεν της χωράνε και ότι πρέπει να βάλουν χρήματα μέσα στα παπούτσια της ώστε να χωρέσουν τα πόδια της.
Αφού γέμιζαν τα παπούτσια με χρήματα η νύφη τους υπόσχονταν πως μετά το γάμο θα τους κάνει ένα καλό τραπέζι. Της φορούσαν το ζωνάρι και ο γαμπρός με τους συγγενείς του ξεκινούσαν πρώτοι για την εκκλησία.
Οι γονείς και οι συγγενείς της νύφης την χαιρετούσαν και την κερνούσαν χρήματα. Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη. Ήταν η στιγμή του αποχωρισμού μάνας με κόρη.


«Έβγα μάνα διες τον ήλιο, ήρθε η ώρα για να φύγω. Έβγα διες και το φεγγάρι ήρθ’ ο νιος για να με πάρει...»  «Που πας αγγελικό κορμί που πας πέργα καμαρωμένη; Πάω και γω στο σπίτι μου, στον άντρα της καρδιάς μου».


Η νύφη φεύγοντας έριχνε πίσω της ρύζι, κουφέτα και κέρματα για να αφήσει το σπίτι της γεμάτο. Επίσης έπινε νερό τρεις φορές από την διπλωμένη άκρη του σακακιού του πατέρα της και του σιγκουνιού της μητέρας της για να μην λησμονήσει τους γονείς της (κατ’ άλλη εκδοχή για ευτυχία). Στην εκκλησία πάει συνοδευόμενη από άντρες (συνήθως πατέρα και αδελφό).
Στο προαύλιο της εκκλησίας οι συγγενείς της νύφης την παρέδιδαν στο γαμπρό. Ακολουθούσε η διαδικασία της στέψης. Επίσης να τονίσουμε ότι πολλές φορές δεν υπήρχε εκκλησία και η στέψη γινόταν στην καλύβα του γαμπρού.
Μετά την στέψη ο πατέρας του γαμπρού επέστρεφε το καπάρο στον πατέρα της νύφης και αυτός με τη σειρά του επέστρεφε το δικό του τα οποία είχαν ανταλλάξει στους αρραβώνες. Το καπάρο ήταν εγγύηση για την πραγματοποίηση του γάμου και ήταν ένα λευκό μαντήλι που είχε μέσα ρύζι, κουφέτα και μία χρυσή λίρα.
Όλοι μαζί πλέον κατευθύνονταν στην καλύβα του γαμπρού (εφ’ όσον ο γάμος είχε γίνει σε εκκλησία και όχι σε καλύβα). Στη διαδρομή με τον γαμπρό και τη νύφη πάνω σε άλογα τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια.
Με το που έφταναν στην καλύβα του γαμπρού, ο πεθερός της νύφης γύριζε το σαμάρι του αλόγου να κοιτάζει προς την καλύβα και έκοβε τα λουριά του αλόγου, για να μείνει η ευτυχία στο σπίτι και να μην φύγει όπως πίστευαν.
Στην καλύβα πλέον την περίμενε η πεθερά με ένα πιάτο βούτυρο. Η νύφη την προσκυνάει και σταυρώνει τρεις φορές την πόρτα με το βούτυρο, και τρώνε εναλλάξ με την πεθερά της λουκούμι για να συμβιώσουν γλυκά όπως γλυκό είναι το λουκούμι. Πρώτα η πεθερά χαιρετά τη νύφη λέγοντας ¨γκίνι βινίς¨(καλώς όρισες). Στη συνέχεια η πεθερά κρατώντας ένα λουκούμι λέει:


¨Ντούλτσε μίνε -Ντούλτσε τίνε
Τας τρτζεμ ντάουλι γκίνι¨        δηλαδή
¨Γλυκιά εγώ – γλυκιά εσύ
Για να περάσουμε και οι δύο καλά¨

Η πεθερά κατόπιν πρόσφερε τσίπουρο στον γαμπρό, τον κουμπάρο και την κουμπάρα. Ο κουμπάρος πετούσε το ποτήρι πίσω του κάνοντας την ευχή: ¨πέντε αγόρια και μια τσούπρα¨. Οι συγγενείς ανταπέδιδαν με τραγούδι.
Μετά από αυτό η νύφη έσπαγε την κουλούρα στο κεφάλι της, πετούσε 3 κομμάτια στην καλύβα, και τα υπόλοιπα τα μοίραζε στους παρευρισκομένους.
Η νύφη ακολούθως  με το δεξί πόδι έμπαινε  μέσα. Η πεθερά της έδινε κάθισμα και στο ένα χέρι δύο καρβέλια ψωμί σε λευκή πετσέτα για να είναι γεμάτη η ζωή της, και στο άλλο της χέρι ένα αγόρι που είχε και τους δύο γονείς του στη ζωή για να αποκτήσει αγόρια. Κατόπιν την έβαζε να χτυπήσει το κεφάλι της στο τζάκι τρεις φορές και αυτό είχε την έννοια του να μένει μέσα στο σπίτι και να «στεριώσει» στο σπίτι.
Τέλος έμπαιναν στον χορό όλοι μαζί. Πρώτος έσερνε τον χορό ο κουμπάρος  συνέχιζε ο γαμπρός, η νύφη, οι γονείς και οι υπόλοιποι συγγενείς. Ήταν η  αρχή του  γλεντιού  που την Κυριακή γίνονταν μόνο στο σπίτι του γαμπρού μέχρι την Δευτέρα το πρωί. Το πρωί της Δευτέρας η νύφη πήγαινε πάντα με τους άλλους συγγενείς στην βρύση για νερό.

Επίσης να πούμε πως οι νιόπαντροι έμεναν πάντα με τους γονείς του γαμπρού, οι γιοι δεν άφηναν ποτέ τους γονείς τους μόνους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μένουν 10 -15 ή και περισσότερα άτομα σε μία καλύβα.

 

Σύλλογος Βλάχων Αλμυρού, 1/5/1998, Αναπαράσταση Βλάχικου Γάμου
¨Το γοβάκι της νύφης¨

 


Η νύφη φτάνει στην καλύβα του γαμπρού