Οι βλάχικες φορεσίες

 

Κάθε φορεσιά είναι ένα σύνολο ενδυμάτων που χαρακτηρίζει μία ομάδα ανθρώπων που ζουν μέσα στον συγκεκριμένο χώρο. Μέσα στην αυστηρή κοινωνία του χωριού και της μικρής πόλης, η σιγουριά και η άνεση επιτυγχάνονται με την ομοιομορφία που προσφέρει μία «στολή». «Η στολή» αυτή στηρίζεται στην παράδοση που έχει διαμορφωθεί στην συγκεκριμένη κοινωνία, με το πέρασμα του χρόνου.

Κάθε μία από τις παραδοσιακές Βλάχικες φορεσιές, έχει τη δική της ιστορία, που συμπλέει βέβαια με τις τοπικές παραδόσεις αλλά και ποικίλα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα.
Οι φορεσιές των Ελληνόβλαχων, δεν είναι στατικές, με την έννοια ότι παρουσιάζουν μία έστω και αργή εξέλιξη. Για παράδειγμα με το πέρασμα του χρόνου τα υφαντά μάλλινα ρούχα αντικαθίστανται από υφάσματα που έρχονται από την Δύση ή την Ανατολή μέσω των Βλάχων πραματευτάδων και κυρατζήδων, τα κεντητά μοτίβα εμπλουτίζονται από άλλα εισαγόμενα, δείγμα και αυτό της οικονομικής ευμάρειας και κοινωνικής ανύψωσης των Βλάχων, που από κτηνοτροφική κοινωνία διαμορφώνονται σταδιακά σε αστική τάξη των μεγάλων Ελληνικών, και Βαλκανικών πόλεων.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της γυναικείας φορεσιάς είναι η ποδιά. Η σημασία της διπλή: η μεγάλη της επιφάνεια προσφέρεται για διακόσμηση ενώ συμβολικά καλύπτει την πιο ευαίσθητη περιοχή του γυναικείου σώματος. Τα περίπλοκα και πολύχρωμα κεφαλοκαλύμματα, διαφορετικά κατά περιοχή, είναι απαραίτητα, και τονίζονται με συνδυασμούς χρυσών και ασημένιων κοσμημάτων.
Αντίθετα θα λέγαμε, ότι οι ανδρικές φορεσιές των Αρμάνων-Βλάχων είναι αυστηρές στη γραμμή και το χρώμα, και λιτές στην διακόσμηση τους, εάν εξαιρέσουμε τις Γραμμουστιάνικες φορεσιές και κυρίως την γαμπριάτικη, η οποία εμφανίζει ένα ιδιαίτερα πλούσιο διάκοσμο.

Οι Αρμάνοι, κάτοικοι βασικά των ορεινών περιοχών, ντυνόταν με βαριές μεταξοβάμβακες στόφες για τα φορέματα (υφαντές, σεγκούνια, φλοκάτα, ντουλαμάδες), ρούχα κατάλληλα για την αντιμετώπιση των κλιματολογικών συνθηκών στους τόπους διαβίωσης τους. Οι βλάχικες φορεσιές απετέλεσαν έργα κατ’ εξοχήν ανδρικών χεριών των «Βλαχοραυτάδων», που συνέχισαν την Βυζαντινή παράδοση ράβοντας και στολίζοντας γαμπριάτικες, νυφιάτικες και γιορτινές φορεσιές, και ήταν περιζήτητοι για την τέχνη τους σε όλο τον Ελλαδικό και Βαλκανικό χώρο.
Εξίσου σπουδαίοι υπήρξαν και οι χρυσικοί που συμπλήρωναν τον στολισμό των γυναικείων κυρίως φορεσιών, με λεπτοδουλεμένα κοσμήματα. Ένα ιδιαίτερο επίσης χαρακτηριστικό της γυναικείας φορεσιάς είναι το συγκούνι (συγκούνα-σαγιάκι-σιάρκα-φλοκοτό) που συναντιέται σε παραλλαγές κατά περιοχή, αλλά και κατά κοινωνική ομάδα, ως προς την έκταση και τον πλούτο των κεντημάτων του.
Παρατηρήσεις με κοινωνικές αναφορές μπορούν να γίνουν, για τις ανδρικές φορεσιές, καθώς οι επικοινωνίες των Βλάχων με την Βαλκανική ενδοχώρα και τον Ευρωπαϊκό κόσμο, εκφράστηκαν και στην ενδυματολογική συμπεριφορά και την ανέδειξαν σε μέσο κοινωνικής διάκρισης. Στο Συρράκο για παράδειγμα, οι άνδρες ήταν χωρισμένοι σε δύο κοινωνικές ομάδες: τους ραφτάδες, μεγαλέμπορους και βιοτέχνες, και στους κτηνοτρόφους (τσελιγκάδες και τσομπάνους). Η πρώτη ομάδα επιβεβαίωνε την υπεροχή της φορώντας ακριβά Ευρωπαϊκά ρούχα, σε αντίθεση με την δεύτερη που περιοριζόταν στην φουστανέλα.
Από τον 18ο αιώνα παρακολουθούμε ότι ακόμη και στις ορεινές και αποκομμένες κτηνοτροφικές κοινωνίες αρχίζουν να εγκαταλείπουν σιγά – σιγά την απλή γυναικεία φορεσιά τους με την πουκαμίσα και το σεγκούνι, και να υιοθετούν παράλληλα με τα Βαλκανικά αστικά κέντρα, τα νέα «αστικά αντεριά». Αλλά θα πρέπει να τονίσουμε ότι, κάθε ενδυματολογική αλλαγή οι Ελληνόβλαχοι την προσαρμόζουν στους αυστηρούς κανόνες της συντηρητικής τους αισθητικής και παράδοσης. Στα τέλη του 19ου αιώνα πολλές Ελληνόβλαχες αποδέχθηκαν τα «Γιαννιώτικου» τύπου φορέματα με τις φαρδιές φούστες, που υιοθέτησε και η Αμαλία. Με τέτοιες φορεσιές π.χ ντύθηκαν και οι Μετσοβίτισσες και το διατηρούν μέχρι και σήμερα.
Τέλος πρέπει να αναφερθεί ότι οι Ελληνόβλαχες καθιέρωσαν για νυφικό τους μαυρομπλέ η μαυρομώβ στόφες, διακοσμημένες με σχέδια της εποχής. Καθιερώνουν επίσης καινούργια κοπή και καταλήγουν σε ένα «φόρεμα» ευρωπαϊκού ύφους που μαζί με προγενέστερα γιλέκα η σεγκούνια αποτελεί την τελευταία φάση της εξέλιξης της γυναικείας Βλάχικης παραδοσιακής φορεσιάς.
Η γυναικεία αρβανιτοβλάχικη φορεσιά αποτελείται από: Φουστάνι (μάλλινο καθημερινό, ή γυαλιστερό για γιορτινό). Γιλέκο, συγκούνι, ποδιά (υφαντή για καθημερινή, ή ταφταδένια για γιορτινή). Ζώνη φαρδιά υφασμάτινη με χρυσά σιρίτια, κάλτσες, και μαύρα δερμάτινα παπούτσια. Στο στήθος στολίζονται με φλουριά και σκουλαρίκια στα αυτιά. Μαντίλι απλό στο κεφάλι με κοπανελίσια δαντέλα (κουκάκια). Φορούν πρώτα το φουστάνι, από πάνω το γιλέκο, το σιγκούνι, την ποδιά και την ζώνη. Το χρώμα του φουστανιού συνήθως ήταν μπλε, κεραμιδί, ή απαλό πράσινο, και η ποδιά κόκκινη ή μαύρη με κεντίδια.
Η ανδρική αρβανιτοβλάχικη ενδυμασία ήταν: Παντελόνι (σαλβάρι), λευκό πουκάμισο, κεντημένο γιλέκο, φέσι και τσαρούχια. Άλλοι Βλάχοι αντί για παντελόνι (σαλβάρι) φορούσαν φουστανέλα.


Ο μεγάλος τσέλιγκας του Αλμυρού Σπ. Μπουλαμάτσης
αρχείο Σπ. Φορφόλια

Αρβανιτόβλαχα Ιεροπηγής